ΕΝΑ ΜΕΙΖΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΑ

«ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ» Ένα μείζον πρόβλημα στον άνδρα

Στυτική δυσλειτουργία (ΣΔ) είναι η αδυναμία πρόκλησης και διατήρησης εκείνου του βαθμού στύσης του πέους που θα ήταν ικανή να αρχίσει και να ολοκληρώσει μία ερωτική συνεύρεση. Το φάσμα της αποτυχίας στη στύση ποικίλει ανάμεσα στην ευκαιριακή χαλάρωσή της, που κάνει αδύνατη την είσοδο ή παραμονή του πέους στον κόλπο μέχρι το τέλος της σεξουαλικής επαφής, έως την απόλυτη ανικανότητα απόκτησης στύσης. Σε μια πρόσφατη μεγάλη μελέτη, ποσοστό 52% των ανδρών ηλικίας 40 έως 70 ετών ανέφεραν κάποιου βαθμού ΣΔ.

Η λειτουργία της στύσης μπορεί να διαταραχθεί από πολλούς παράγοντες, είτε ψυχογενείς, είτε σωματικούς. Από καθαρά σωματική άποψη, η στύση είναι κατά κύριο λόγο ένα αγγειακό φαινόμενο, καθώς επιτυγχάνεται με την αύξηση της ροής του αρτηριακού αίματος στα σηραγγώδη σώματα του πέους μέχρι και 60 φορές, αλλά και με την ταυτόχρονη παρεμπόδιση της φλεβικής αποχέτευσης. Το αγγειακό λοιπόν αυτό φαινόμενο βρίσκεται κάτω από νευρογενή και ενδοκρινική επίδραση. Είναι συνεπώς σαφές ότι τα τρία αυτά συστήματα είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος για την ερμηνεία των παθογενετικών μηχανισμών των διαταραχών της στύσης.

Το πρώτο μέλημα του Ουρολόγου είναι να αναγνωρίσει τους ασθενείς με ψυχογενείς διαταραχές της στύσης από αυτούς με οργανικές και, αφού το επιτύχει, τότε θα πρέπει να προχωρήσει στη διαφορική διάγνωση των οργανικών διαταραχών. Είναι έτσι σαφής ο σημαντικός ρόλος του σωστού και λεπτομερούς ιστορικού και της κλινικής εξέτασης. Ο ειδικός ιατρός με την ουρολογική εξέταση και τη βοήθεια των νεότερων διαγνωστικών μεθόδων θα διαγνώσει οργανική βλάβη στο 50-80% των ασθενών με ΣΔ. Στις μικρές ηλικίες (18-35 ετών) οργανικές βλάβες εμφανίζονται περίπου στο 30% των ανδρών, ενώ ψυχογενείς παράγοντες είναι υπεύθυνοι στο 70%. Σε ηλικία 35-50 ετών, οργανικά αίτια υπάρχουν στο 57% των ασθενών και ψυχογενή στο 43%. Σε ηλικίες όμως μεγαλύτερες των 50 ετών οργανικά αίτια υπάρχουν στο 85% ενώ ψυχογενή μόνο στο 15% των ασθενών. Η βασική διαφορά της οργανικής βλάβης από την ψυχογενή είναι ότι στην πρώτη οι ασθενείς, ενόσω διατηρούν υψηλά επίπεδα ερωτικής επιθυμίας, εμφανίζουν σταδιακά και σε βάθος χρόνου συνεχώς χαλαρότερες στύσεις, ίδια προβλήματα με κάθε σύντροφο, και τελικά πλήρη αδυναμία στύσης και απώλεια των αυτόματων νυκτερινών και πρωινών στύσεων. Βέβαια στις περιπτώσεις αυτές δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η σημασία του ψυχογενούς παράγοντα, ο οποίος ούτως ή άλλως συμβάλλει στην επιδείνωση μιας οργανικής διαταραχής. Εάν τεθεί βάσιμη υποψία για ψυχογενή βλάβη, ο ουρολόγος θα παραπέμψει τον ασθενή στον ψυχίατρο, αφού πρώτα προηγηθεί η δοκιμασία της παπαβερίνης και Doppler.

Μετά το διαχωρισμό των ασθενών με οργανικές διαταραχές θα πρέπει ο ειδικός ιατρός να διακρίνει εάν πρόκειται για νευρογενή, ενδοκρινική ή αγγειακή βλάβη. Οι ενδοκρινικές διαταραχές αναγνωρίζονται με τη μέτρηση διαφόρων ορμονών, ενώ βασικός είναι και ο ειδικός αιματολογικός έλεγχος για αναζήτηση διαταραχών της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας, καθώς και για ανίχνευση λανθάνοντος σακχαρώδους διαβήτη ή δυσλιπιδαιμίας.

Σε υποψία νευρογενούς βλάβης, η ειδική νευρολογική εξέταση θα δώσει χρήσιμες πληροφορίες για τη σωματική νεύρωση του πέους, ενώ ο ουροδυναμικός έλεγχος μπορεί να δώσει έμμεσες πληροφορίες για την κατάσταση της αυτόνομης νεύρωσης της περιοχής. Τυπική εικόνα νευρογενούς αιτιολογίας διαταραχής παρουσιάζεται στο σακχαρώδη διαβήτη, καθώς τουλάχιστον ένας στους τρείς διαβητικούς άνδρες πάσχει από ΣΔ. Η περιφερειακή και η αυτόνομη αισθητική νευροπάθεια είναι η κύρια αιτία της ΣΔ στους διαβητικούς. Η περιφερειακή αρτηριοπάθεια και οι ψυχογενείς παράγοντες φαίνεται ότι παίζουν ρόλο ενώ η ενοχοποίηση του ενδοκρινικού παράγοντα δεν έχει αποδειχθεί.

Αφού ο ουρολόγος αποκλείσει τις διαταραχές της στύσης που οφείλονται σε ψυχογενή, ενδοκρινικά και νευρολογικά αίτια, θα ανιχνεύσει τις αγγειακές βλάβες, που είναι και οι πλέον συχνές. Εδώ ο στόχος του ειδικού ιατρού είναι να διαχωρίσει τις αρτηριακές από τις φλεβικές βλάβες. Ο ασθενής για το λόγο αυτό υποβάλλεται πρώτα σε μέτρηση της αιματικής ροής του πέους με Doppler σε συνδυασμό με έγχυση αγγειοδραστικών ουσιών μέσα στα σηραγγώδη σώματα. Πρόκειται για την πλέον αποδεκτή μέθοδο αξιολόγησης της αιμάτωσης του πέους, κατά την οποία εάν παρατηρηθεί αύξηση της ροής μέσα στα πρώτα λεπτά αποκλείεται η αγγειακής αιτιολογίας ΣΔ. Εάν η στύση εμφανιστεί καθυστερημένα ή εάν το Doppler δεν βελτιωθεί αρκετά τότε μιλάμε για αιμοδυναμική διαταραχή στην αρτηριακή παροχή αίματος. Εάν ακόμη και μετά από αύξηση της δόσης του φαρμάκου δεν επέλθει στύση, τότε μιλάμε για φλεβική ανεπάρκεια (διαφυγή). Ανάλογα με το αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αυτής δοκιμασίας, ο διαγνωστικός έλεγχος μπορεί να προχωρήσει σε πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως η δυναμική σηραγγογραφία και η εκλεκτική αγγειογραφία των λαγονίων αγγείων.

Προδιαθεσικοί παράγονες που επηρεάζουν την αγγείωση του πέους είναι η αρτηριοσκλήρωση, η υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η στεφανιαία νόσος και ο αλκοολισμός. Διάφορα φάρμακα επίσης ευθύνονται, είτε με άμεση επίδραση στα αγγεία και νεύρα της περιοχής, είτε με έμμεση επίδραση στον άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-όρχεις. Φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στύσης είναι τα αντιυπερτασικά, τα διουρητικά, τα αντιλιπιδαιμικά, τα αντικαταθλιπτικά, τα ηρεμιστικά, τα αντιφλεγμονώδη και τα αντιεπιληπτικά.

25 Απριλίου 2017